βάναυσος

βάναυσος
-η, -ο
επίρρ. βάναυσα απότομος, τραχύς, που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και βιαιότητα: Η βάναυση συμπεριφορά του έγινε η αιτία του διαζυγίου τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βάναυσος — artisan masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάναυσος — η, ο (AM βάναυσος, ον) τραχύς αγροίκος αρχ. 1. χειρώνακτας, χειροτέχνης 2. σχετικός με τον χειροτέχνη 3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος 4. φρ. «βάναυσος τέχνη» χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με… …   Dictionary of Greek

  • βαναύσω — βάναυσος artisan masc/fem/neut nom/voc/acc dual βάναυσος artisan masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναύσως — βάναυσος artisan adverbial βάναυσος artisan masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάναυσον — βάναυσος artisan masc/fem acc sg βάναυσος artisan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσοτάτοις — βάναυσος artisan masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσόταται — βάναυσος artisan fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσότατε — βάναυσος artisan masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσότατοι — βάναυσος artisan masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναύσοις — βάναυσος artisan masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”